λαγόνες AP14.125
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαψιτόκος — μαψιτόκος, ον (Α) αυτός που γεννά μάταια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (II) + τόκος, σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
μαψιτόκων — μαψιτόκος bringing forth in vain masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)